Θεματικές Ενότητες


Νέα/Ειδήσεις


Η ζωή μέσα στις στοές

Η πρώτη προσπάθεια αξιοποίησης των σιδηροπυριτών Κασσάνδρας με εμπλουτισμό χρονολογείται στο 1907. Το έτος αυτό τέθηκε σε λειτουργία κοντά στον όρμο Στρατωνίου η πρώτη εγκατάσταση υδρομηχανικής πλύσης από τη γαλλική εταιρεία, τη Societe Οttomane des Μines de Cassandra. Με τη λειτουργία του εργοστασίου εμπλουτισμού στο Στρατώνι, δημιουργήθηκαν νέες προοπτικές για το χωριό.

«Το δικό μας χωριό λαμποκοπούσε! Ηταν το μόνο που διέθετε ηλεκτρικό ρεύμα, χάρη στις μηχανές ντίζελ της εταιρείας, όπου δούλευε και ο πατέρας μου. Τα αλλά χωριά μάς ζήλευαν και εμείς αποκαλούσαμε το χωριό μας ‘‘Μικρό Παρίσι’’. Ηταν βλέπεις παλιά, γαλλική η εταιρεία και κάπου εκεί θα είχε τη βάση της αυτή η ονομασία», αναφέρει η Δέσποινα Στυλιανίδου στο βιβλίο της Η Δέσποινα του Στρατωνίου.

Από το ίδιο βιβλίο αντλούμε περισσότερες πληροφορίες για τις συνθήκες και τη ζωή των μεταλλωρύχων: «Οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής δούλευαν στο φοβερό Μαντέμ Λάκκο, με τις βαθιές υπόγειες γαλαρίες του εκατοντάδες μετρά κάτω από τη γη. Ηταν ένας άθλιος πραγματικά τόπος, χωρίς καμιά φυσική ομορφιά, χωμένος ανάμεσα στα βουνά. Εκεί δεν ήταν τόπος εργασίας, ήταν τόπος μαρτυρίου εκατοντάδων εργατών, που έμπαιναν βαθιά χαράματα στις γαλαρίες και έβγαιναν ‘‘ζωντανοί νεκροί’’ με τη δύση του ήλιου. Ούτε ωράριο ούτε περίθαλψη ούτε αργίες, μονό μια Κυριακή […]».

Η εξόρυξη μεταλλεύματος από τα έγκατα της γης είναι εξ ορισμού μια δύσκολη υπόθεση. Οπως και στις περισσότερες επίπονες εργασίες, οι συνθήκες και η τεχνογνωσία βελτιώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, διά πυρός και σιδήρου. Αν αναφερθούμε στην περίοδο της αρχαιότητας, οι μεταλλωρύχοι ήταν δούλοι και χαρακτηρίζονταν ως «θυλακοφόρα ανδράποδα», με την εξόρυξη να γίνεται υπό το φως πήλινων λυχναριών λαδιού και να εργάζονται μέσα στις στοές για δέκα ώρες, ξαπλωμένοι πλάγια ή ανάσκελα.

Στη σύγχρονη εποχή, αρχικά, κατά τη διαδικασία διάνοιξης των στοών τόσο για την προσπέλαση όσο και για την εξόρυξη του μεταλλεύματος, χρησιμοποιούνταν μεγάλα χειροκίνητα τρυπάνια (αερόσφυρες). Η σκόνη που παραγόταν από τη χρήση τους δεν ήταν μια συνηθισμένη σκόνη. Μέρος αυτής αποτελούνταν από διοξείδιο του πυριτίου (χαλαζίας). Με απλά λόγια, γυαλί.

Ο ανθρώπινος οργανισμός με τις λειτουργίες που διαθέτει μπορεί να αποβάλει και να φιλτράρει πολλών ειδών σωματίδια. Αν όμως το σωματίδιο του γυαλιού ήταν ενός συγκεκριμένου μεγέθους και ταίριαζε ακριβώς στις κυψελίδες του πνεύμονα, τότε πήγαινε και σφήνωνε εκεί μέσα. Με το πέρασμα του χρόνου συσσωρεύονταν πολλά τέτοια σωματίδια και η αναπνευστική ικανότητα του ατόμου μειωνόταν. Εκτός από αυτό, η περιοχή του πνεύμονα που έφραζε νεκρωνόταν. Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή του οργάνου.

Εκείνες τις εποχές ο μεταλλωρύχος έπειτα από ενάμισι χρόνο δουλειάς δεν θα μπορούσε πλέον να εργαστεί, θα λαχάνιαζε. Τότε έβγαινε στη σύνταξη από επαγγελματική νόσο, τη λεγομένη αρρώστια των μεταλλωρύχων, την πνευμονοκονίαση. Από αυτούς άλλοι ζούσαν τρία με πέντε χρόνια, το πολύ δέκα, όχι παραπάνω. Ολα αυτά γίνονταν τη δεκαετία του 1950 έως και το 1960. Εως τότε δεν γνώριζαν γιατί συνέβαινε αυτό. Μόλις το κατάλαβαν, ξεκίνησαν αμέσως τη μέθοδο της διάτρησης πάντα με νερό. Σε όλες τις διατρήσεις σήμερα τρέχει άφθονο νερό, το οποίο παρασύρει τους κόκκους του γυαλιού και έτσι αυτό δεν εισπνέεται.

ΤΑ ΕΚΡΗΚΤΙΚΑ

Στη συνέχεια γέμιζαν τις τρύπες με εκρηκτικά. Περίπου 18 με 20 τρύπες σε ένα μέτωπο, καθώς τότε δεν υπήρχε ηλεκτρική ανάφλεξη, αλλά τα άναβαν με μίτσα, δηλαδή με φιτίλι. Επειτα τα πυροδοτούσαν με τσιγάρο. Ο δυναμιτιστής έπρεπε οπωσδήποτε να καπνίζει! Το αναμμένο τσιγάρο αποτελούσε το πιο αξιόπιστο μέσο πυροδότησης! Ηταν πάντα δύο. Αναβαν το -στριφτό συνήθως- τσιγάρο τους και έκαιγαν ταυτόχρονα όλα τα φιτίλια.

Οι ανατινάξεις πραγματοποιούνται πάντα δύο φορές τη μέρα, συγκεκριμένη ώρα. Αυτό συμβαίνει για λόγους ασφαλείας, ώστε να γνωρίζουν όλοι πως πρέπει να έχουν απομακρυνθεί, καθώς και για να αεριστούν επαρκώς οι στοές μέχρι να ξεκινήσει η επόμενη βάρδια. Η πρώτη είναι μεταξύ 13:00 και 13:15 και η δεύτερη μεταξύ 21:00 και 21:15. Παλαιότερα ήταν τρεις, υπήρχε και μια ανατίναξη το πρωί. Από τότε που ανέλαβε ο Ελληνικός Χρυσός, για λόγους που αφορούν τη μη διατάραξη από τον ήχο των ανατινάξεων των κατοίκων της Στρατονίκης, έχουν καταργηθεί οι ανατινάξεις κατά την τρίτη βάρδια. Αμέσως μετά την έκρηξη πήγαιναν οι μεταλλωρύχοι με τσάπα και καλάθι και φόρτωναν το μετάλλευμα στα βαγονέτα. Αν ληφθεί υπόψη ότι το καλάθι χωρούσε 10 με 12 λίτρα νερό και το ειδικό βάρος του μεταλλεύματος ζύγιζε σχεδόν το επταπλάσιο του νερού, ένα καλάθι γεμάτο μόνο έως τη μέση ζύγιζε 35 με 40 κιλά. Σε αυτά πρέπει να συνυπολογιστούν η ζέστη και η αφόρητη υγρασία…

ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

«Αναλογιστείτε πόσο σκληρή ήταν αυτή η δουλειά όταν αυτό συνέβαινε όλη μέρα. Ηταν πολύ κοπιαστική η δουλειά τους. Οταν έβγαιναν έξω, δεν έβλεπες το πρόσωπό τους. Γυάλιζαν μόνο τα μάτια τους. Πολύ δύσκολες οι συνθήκες», διηγείται ο Ιωάννης Δραπανιώτης, μεταλλωρύχος τρίτης γενιάς, από παππού, πατέρα, κυριολεκτικά μεγαλωμένος μέσα στα μεταλλεία και με σπουδές μεταλλειολόγου μηχανικού.

«Θυμάμαι τότε, που το μεταλλείο έβγαζε ακόμα σιδηροπυρίτη. Σε κάποια μέτωπα που το κοίτασμα ήταν αρκετά πλούσιο συνέβαινε ένα παράξενο περιστατικό. Ο αέρας ο οποίος διοχετευόταν στο εσωτερικό της στοάς οξείδωνε γρήγορα το σιδηροπυρίτη. Το φαινόμενο της οξείδωσης του σιδηροπυρίτη μπορεί να πάρει ταχυτάτη μορφή, σχεδόν τη μορφή της καύσης. Από τη χημική αντίδραση με τον αέρα αυξανόταν τόσο πολύ η θερμοκρασία του μεταλλεύματος, που δεν μπορούσες να το πιάσεις με το χέρι. Επειτα από την καύση του θείου, εκτός της αύξησης της θερμοκρασίας στον χώρο, τα αέρια που δημιουργούνταν ήταν αποπνικτικά. Σου έκαιγαν τους πνεύμονες και σε έπιανε βήχας. Αντεχες να γεμίσεις μονό ένα βαγονέτο και μετά έπρεπε να βγεις και να πιεις λίγο νερό για να συνέλθεις».

Ο αερισμός ήταν το επόμενο μεγάλο πρόβλημα. Στις στοές που είναι τυφλές καμιά φορά η περιεκτικότητα σε οξυγόνο πέφτει κάτω από το όριο διατήρησης της ζωής και υπήρχαν περιπτώσεις ανθρώπων που χάθηκαν από ασφυξία. Το 1990 πέθανε κάποιος από αυτό το λόγο. Στο μεταλλείο είναι νόμος άπαντες να κυκλοφορούν τουλάχιστον ανά δύο. Οι λιποθυμίες ήταν συχνές, αλλά τις προλάβαιναν. Ο άνθρωπος αυτός ήταν μόνος του και, όταν τον βρήκαν, ήταν πια αργά.

ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ

Ενα άλλο πρόβλημα ήταν οι κίνδυνοι που προέρχονταν από την εφαρμογή της μεθόδου της κατακρήμνισης της οροφής, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κενών μετά την απόληψη του κοιτάσματος. Οσο προχωρούσε η εξόρυξη όλο και αυξάνονταν οι τρύπες μέσα στο έδαφος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, με την πάροδο του χρόνο και την αύξηση των κενών, να παρατηρηθούν ρήγματα και καθιζήσεις στην επιφάνεια. Μάλιστα, κάποια σπίτια είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές στη Στρατονίκη. Αυτός είναι και ο λόγος, μαζί με την επιβάρυνση του περιβάλλοντος, που είχε οδηγήσει στο παρελθόν σε διχασμό την τοπική κοινωνία σχετικά με τη λειτουργία του μεταλλείου.

Σήμερα, όμως, εφαρμόζεται η μέθοδος των εναλλασσόμενων κοπών και λιθογομώσεων, κατά την οποία μόλις εξαντληθεί σε μια στοά το μετάλλευμα αυτή ξαναγεμίζεται. Το υλικό με το οποίο γεμίζεται αποτελείται από ένα μείγμα του άχρηστου παραγόμενου υλικού μετά τον εμπλουτισμό του (τέλμα) και τσιμέντο. Ετσι, διατηρείται στο ακέραιο η εδαφική πληρότητα, καθώς μεγάλο μέρος των στείρων υλικών (τέλματα) του ορυχείου επιστρέφουν στις παλιές στοές, χωρίς να αλλοιώνουν με τη ρίψη τους τον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο. Το εργοστάσιο εμπλουτισμού ή «πλυντήριο» όπως το αποκαλούν είναι η διαδικασία κατά την οποία διαχωρίζεται το χρήσιμο από το άχρηστο υλικό. Το μετάλλευμα όπως βγαίνει από τη γη είναι σε μικρή περιεκτικότητα, που δεν είναι εμπορεύσιμη, από 5% έως 9% για το μόλυβδο και 7% έως 10% για τον ψευδάργυρο. Επειτα από θραύση-λειοτρίβηση και προσθήκη αντιδραστηρίων (ισχυρών χημικών), υφίσταται διαφορική επίπλευση και διαχωρίζονται από το μετάλλευμα, ως συμπυκνώματα, τα ωφέλιμα μεταλλικά ορυκτά του γαληνίτη και του σφαλερίτη. Γαληνίτης είναι ο θειούχος μόλυβδος και σφαλερίτης είναι ο θειούχος ψευδάργυρος.

Τα παραγόμενα συμπυκνώματα (μετάλλευμα), ύστερα από πύκνωση και διήθηση, αποτίθενται σε μια ειδικά διαμορφωμένη, στεγασμένη πλατεία στις εγκαταστάσεις της σκάλας φόρτωσης. Από εκεί φορτώνονται σε πλοία και εξάγονται σε μεταλλουργίες του εξωτερικού, αφού η Ελλάδα δεν διαθέτει ανάλογα εργοστάσια παραγωγής μετάλλων. Οσον αφορά τα στείρα υλικά (τέλματα) που προκύπτουν, το σύστημα διαχείρισης περιλαμβάνει τον αρχικό διαχωρισμό του αδρομερούς κλάσματος όπου αυτό χρησιμοποιείται στα μεταλλεία ως υλικό λιθογόμωσης, έπειτα από την ανάμειξή του με τσιμέντο και νερό.

Για το υπόλοιπο λεπτομερές τέλμα, που απομένει, μετά την επεξεργασία του στη φιλτρόπρεσα και υπό μορφή αφυγρασμένου στερεού, μεταφέρεται στο χώρο απόθεσης στερεών καταλοίπων. Εως το 1978 το στείρο υλικό έπεφτε στη θάλασσα. Οι χιλιάδες τόνοι υλικού που κατέληξαν στη θάλασσα δημιούργησαν αυτή την τεράστια παραλία μπροστά από το Στρατώνι. Επεκτάθηκε η ακτογραμμή σχεδόν 10 με 20 μέτρα. Τότε είχε προκαλέσει σημαντική επιβάρυνση, αλλά σήμερα έχει απομείνει μόνο μια μεγάλη πλαζ.

Η δουλειά του μεταλλωρύχου έχει πλέον βελτιωθεί. Στις καινούργιες στοές μπορείς πλέον να μετακινείσαι ακόμα και με το αυτοκίνητό σου! Εξειδικευμένα οχήματα έχουν αναλάβει τη φόρτωση του μεταλλεύματος και της διάνοιξης των οπών για την τοποθέτηση εκρηκτικών. Ισχυρότατοι ανεμιστήρες γεμίζουν με αέρα το εσωτερικό των στοών. Τα εκρηκτικά πυροδοτούνται πλέον ηλεκτρικά και έτσι δεν απαιτείται από τους δυναμιτιστές να… καπνίζουν! Παρ’ όλα αυτά, η δουλειά των μεταλλωρύχων εξακολουθεί να είναι αρκετά σκληρή.  Οσο και αν προχωρήσει η τεχνολογία, η μυρωδιά του αέρα, το απόλυτο σκοτάδι, αυτή η ανησυχητική ησυχία, η ζεστή, η υγρασία και τέλος η τέχνη και η αντίληψη για το αν όλα πάνε καλά, δεν πρόκειται να αλλάξουν ποτέ.

Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν ότι «ισχύν και ευμερίαν εγκάτοις γης φύσης κέκρυπται». Από τα μεταλλεία της Κασσάνδρας πήρε χρυσό ο Μέγας Αλέξανδρος και χρηματοδότησε τις εκστρατείες του, εδώ εργάστηκε ο θρυλικός Αλέξης Ζορμπάς του Νίκου Καζαντζάκη, εδώ ερωτεύτηκε ο αγαπημένος ποιητής των ναυτικών Νίκος Καββαδίας και εδώ παρατηρείται και σήμερα μια σχέση των ανθρώπων με τη γη σχεδόν ερωτική. Πολλές φορές αυτοκαταστροφική…