Η ιστορία των μεταλλείων
Η μεταλλευτική δραστηριότητα θεωρούνταν πολύ σπουδαία στην αρχαία Ελλάδα. Ο άργυρος από τα μεταλλεία του Λαυρίου στήριξε την πολιτιστική ακμή της Αθήνας των κλασικών χρόνων και θωράκισε την άμυνα της πόλης στην περίοδο των Περσικών Πολέμων. Αντίστοιχα, τα μεταλλεία χρυσού του Παγγαίου συνέβαλαν στην ακμή της μακεδονικής δυναστείας με τον Φίλιππο Β’ και χρηματοδότησαν τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Ηρόδοτος μνημονεύει τα μεταλλεία των μακεδονικών χρόνων και αναφέρει ότι επί Φιλίππου Β΄ σκλάβοι εργάζονταν για την εξόρυξη θειούχων μεταλλευμάτων.
Η μεταλλευτική δραστηριότητα συνεχίστηκε μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο. Η κατάκτηση, όμως, των πλούσιων ορυχείων χρυσού και αργύρου της Ισπανίας από τους Ρωμαίους είχε ως αποτέλεσμα να περιέλθουν τα μεταλλεία της Χαλκιδικής για μεγάλο διάστημα σε μαρασμό. Η εκμετάλλευσή τους ξανάρχισε κατά τους Βυζαντινούς χρόνους.
Μεταλλευτικό κέντρο την περίοδο εκείνη ήταν τα «Σιδηροκαύσια» (κοινώς Σιδερόκαψα), ονομασία της περιοχής βόρεια από το Ισβορο, η σημερινή Στρατονίκη. Το τοπωνύμιο Σιδηροκαύσια απαντάται για πρώτη φορά τον 9ο αιώνα. Με την κατάκτηση της περιοχής από τους Οθωμανούς, στις αρχές του 15ου αιώνα, τα μεταλλεία της Χαλκιδικής γνώρισαν μία νέα περίοδο ακμής. Λειτουργούσαν περίπου 500-600 καμίνια, όπου γινόταν η κατεργασία ψευδάργυρου και μολύβδου και οι μεταλλωρύχοι ήταν υποχρεωμένοι να παραδίδουν ως φόρο στον σουλτάνο το 1 στα 12 δράμια αργύρου της παραγωγής τους. Τον 16ο και 17ο αιώνα η περιοχή υπήρξαν εναλλασσόμενες περίοδοι άνθισης και παρακμής.
ΤΑ ΜΑΝΤΕΜΟΧΩΡΙΑ
Στην περιοχή είχε διαμορφωθεί ένα ιδιότυπο καθεστώς, καθώς στην υπηρεσία του μεταλλείου είχαν τεθεί 12 χωριά, τα λεγόμενα Μαντεμοχώρια, που ήταν υποχρεωμένα να προσφέρουν εργάτες για τη λειτουργία του. Ηδη από το 1705 με σουλτανικό φιρμάνι, παραχωρήθηκε στους κατοίκους το δικαίωμα εκμετάλλευσης των μεταλλείων αργύρου. Παράλληλα, λειτουργούσε κρατικό νομισματοκοπείο. Στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας διαφυλάσσονται τα τεκμήρια του ορισμού των Μαδεμοχωρίων ως αυτοδιοικούμενης περιοχής.
Το 1806 ο Αγγλος περιηγητής Γ. M. Λίκι αναφέρεται σε 12 Ελευθεροχώρια, όπως τα ονομάζει, τα οποία διοικούνταν από τον Μαδέμ Αγά που είχε και τη διοίκηση του μεταλλείου. Πρόκειται για τα χωριά Ανθεμούντα (σημερινή Γαλάτιστα), Βάβδο, Ριανά, Στανό, Βαρβάρα, Λιαρίγκοβα (σημερινή Αρναία), Νοβόσελο (δηλαδή το Νεοχώρι), Μαχαλά ή Στάγειρα (που ήταν και η πρωτεύουσα), Ισβορο (σημερινή Στρατονίκη), Χωρούδα, Ρεβενίκια (σημερινή Μεγάλη Παναγία), Ιερισσό. Η παραγωγή αργύρου εξασφάλισε στα Μαντεμοχώρια ένα ευνοϊκό καθεστώς αυτοδιαχείρισης που διήρκεσε μέχρι τη συμμετοχή τους στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Αυτό το γεγονός είχε ως συνέπεια την εγκατάσταση στην περιοχή στρατιωτικού σώματος 10.000 ανδρών για τη φύλαξη των μεταλλείων. Τη συντήρηση της στρατιωτικής δύναμης υποχρεώθηκαν να αναλάβουν τα Μαδεμοχώρια. Ετσι, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τα μεταλλεία πέρασαν σοβαρή κρίση από την οποία εξήλθαν με την ίδρυση της Γαλλο-Οθωμανικής εταιρείας με την επωνυμία Μεταλλεία Κασσάνδρας. Από το 1893 παραχωρήθηκαν στην εταιρεία τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των μεταλλείων αντιμονίου, αργυρούχου μολύβδου και μαγγανίου.
Με την εξόρυξη και την τήξη των θειούχων και των μαγγανιούχων μεταλλευμάτων, η περιοχή εξασφάλιζε χρυσό και ασήμι στην Υψηλή Πύλη. Η επωνυμία Μεταλλεία Κασσάνδρας εμφανίζεται το 1893, χρονιά κατά την οποία η εκμετάλλευση παραχωρήθηκε σε Γάλλο-Οθωμανική εταιρεία με έδρα το Παρίσι. Στα περίπου 600 καμίνια απασχολούνταν μια πολυεθνική κοινότητα 6.000 εργατών, σε μία πρώιμη εκδοχή πενθημέρου, καθώς οι Εβραίοι εργάτες είχαν αργία το Σάββατο, ενώ οι Χριστιανοί την Κυριακή.
Ο 19ος αιώνας σήμανε για τα Μαντεμοχώρια το πέρασμα από την αυτοδιοίκηση στην εξαρτημένη εργασία, κάτω από την εξουσία εταιρικής διοίκησης για την εκμετάλλευση των μεταλλείων. Στα καμίνια της εταιρείας είχαν επεξεργασθεί ως το 1900, 72.000 τόνοι μεταλλεύματος. Η επιχείρηση εκμεταλλευόταν τα δευτερογενή μεταλλεύματα μαγγανίου, των σιδηρούχων στρωμάτων των Μαύρων Πετρών, της Πιάβιτσας, του Μπασδεκίου και της Ολυμπιάδας. Το 1901 άρχισε η επιφανειακή εκμετάλλευση του σιδηροπυρίτη στον Μαντέμ Λάκκο και συνεχίστηκε ως το 1974, κυρίως με υπόγεια μέθοδο εκμετάλλευσης.
ΑΡΧΕΣ 20ου ΑΙΩΝΑ
Το 1920 τα μεταλλεία του Στρατωνίου πέρασαν στην προτελευταία σύγχρονη περίοδο εκμετάλλευσης. Τη Γάλλο-Οθωμανική εταιρεία διαδέχθηκε η Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων & Λιπασμάτων. Η ΑΕΕΧΠ & Λιπασμάτων, όπως ονομάζονταν για συντομία, ιδρύθηκε στα 1909 στην Αθήνα από τους Νικόλαο και Αγγελο Κανελλόπουλο, Λυσίμαχο Χαρίλαο, Αλέξανδρο Ζαχαρίου, Λέοντα Οικονομίδη και Λεωνίδα Αραπίδη. Παρήγαγε οξέα για βιομηχανική χρήση, υπερφοσφωρικά λιπάσματα και σύντομα επεκτάθηκε και στην υαλουργία. Η εταιρεία διέβλεψε εγκαίρως την αναγκαιότητα ευρείας χρήσης λιπασμάτων για την ανάπτυξη της γεωργίας στη χώρα, κι έτσι οδηγήθηκε στην αγορά μεταλλείων με στόχο την εξασφάλιση του θείου, της πρώτης ύλης για την παρασκευή τους. Αγόρασε τα μεταλλεία του Στρατωνίου, της Κύπρου, της Ερμιόνης, του Ωρωπού και της Κορώνης, και ίδρυσε εργοστάσιο λιπασμάτων στη Δραπετσώνα.
Την περίοδο εκείνη οι εγκαταστάσεις στέγασης των εργαζομένων και οι απαραίτητοι χώροι κοινής εξυπηρέτησης βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή του μεταλλείου, χωροθετημένοι στο υψηλότερο σημείο με θέα στον κόλπο της Ιερισσού και κληροδοτήθηκαν στην ΑΕΕΧΠ & Λιπασμάτων από την Γάλλο-Οθωμανική Εταιρεία. Η χωροθέτηση τους σχετίζεται άμεσα με το γεγονός ότι η μεταλλευτική δραστηριότητα εκείνη την εποχή περιοριζόταν στην παρακείμενη (κλειστή σήμερα) στοά 323.
Το σημερινό Στρατώνι αποτελούσε τότε ουσιαστικά τη σκάλα φόρτωσης του μεταλλεύματος, το οποίο μεταφερόταν με σιδηρόδρομο τύπου Decauville σε απόσταση 6 χιλιομέτρων. Το 1932 αντικαταστάθηκε από σύστημα εναέριας μεταφοράς. Καθώς η μεταλλευτική δραστηριότητα αυξανόταν, καινούργιες εγκαταστάσεις, αποκλειστικά λειτουργικού χαρακτήρα, δημιουργούνταν στο επίπεδο της μέχρι σήμερα κύριας στοάς 262. Πρόκειται για τη μονάδα διανομής ηλεκτρικού ρεύματος και παρασκευής πεπιεσμένου αέρα, το μηχανουργείο, τα γραφεία και τα φυλάκια. Η ατμοκίνητη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος βρισκόταν στην παραλία του Στρατωνίου.
Η αρχή της εξέλιξης του Στρατωνίου σε οικισμό έγινε με τη Μικρασιατική καταστροφή, οπότε πρόσφυγες από το μεταλλευτικό χωριό Μπάλια-Μαντέμ, κοντά στον Ελλήσποντο εγκαταστάθηκαν σε πρόχειρα παραπήγματα στο Στρατώνι. Προφορικές μαρτυρίες μας βεβαιώνουν ότι οι κάτοικοι της Μπάλιας έρχονταν για δουλειά στα μεταλλεία του Στρατωνίου πολύ πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή. Μετά τον ισχυρό σεισμό του 1932 που κατέστρεψε πολλούς οικισμούς της ευρύτερης περιοχής, ανοικοδομήθηκαν και στο Στρατώνι οι γνωστής τυπολογίας κατοικίες-πυρήνες, υπό την καθοδήγηση του Υπουργείου Ανοικοδομήσεως. Κάποια κτίρια σώζονται έως και σήμερα.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η πλειοψηφία των μετοχών της ΑΕΕΧΠ & Λιπασμάτων περιήλθε στην ιδιοκτησία του Μποδοσάκη Αθανασιάδη, ο οποίος με την δραστηριότητα του τόνωσε ιδιαίτερα τον μεταλλευτικό κλάδο -και ειδικότερα το Στρατώνι. Στα 1970 η ΑΕΕΧΠ & Λιπασμάτων κατασκεύασε στην παραλία του Στρατωνίου εργοστάσιο εμπλουτισμού και ξεκίνησε η παραγωγή μικτών θειούχων μεταλλευμάτων. Παράλληλα, κατασκεύασε συγκροτήματα διώροφων σε σειρά κατοικιών (110 στον αριθμό) για τους εργάτες, καθώς και ανεξάρτητες μονοκατοικίες, πανταχόθεν ελεύθερες, για το επιστημονικό προσωπικό.
Τον Φεβρουάριο του 1967 εγκαινιάστηκε η νέα σκάλα φόρτωσης που κατασκευάστηκε σε χρονικό διάστημα μόλις 3 μηνών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 στην είσοδο του οικισμού ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας κατασκεύασε τα γνωστά συμπλέγματα εργατικών κατοικιών της εποχής. Ηδη από το 1960, η εταιρεία είχε παραχωρήσει στον Αγγλο lουλιανό Χάντερ το δικαίωμα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων μαγγανίου στην Πιάβιτσα. Η μεταλλευτική δραστηριότητα του μαγγανίου εκφυλίστηκε σταδιακά και έπαψε οριστικά στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Απομεινάρια του μεταλλείου Πιάβιτσας του Χάντερ (το εργοστάσιο εμπλουτισμού και ο νεραύλακας, καθώς και οι ανοιχτές εκσκαφές εξόρυξης των μαγγανιούχων μεταλλευμάτων), βρίσκονται στην διαδρομή μεταξύ Σταγείρων και Νεοχωρίου, σε σημείο με το όνομα του ιδιοκτήτη ως τοπωνύμιο.
Το κοίτασμα μολύβδου, ψευδαργύρου και χρυσού-αργύρου της Ολυμπιάδας εντοπίσθηκε κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960 από την ΑΕΕΧΠ & Λιπασμάτων, η παραγωγή στο μεταλλείο άρχισε το 1972 και συνεχίστηκε μέχρι το 1995. Το 1976 κατασκευάστηκε στην Ολυμπιάδα το νέο εργοστάσιο εμπλουτισμού, οπότε τα προϊόντα της εκεί μεταλλευτικής δραστηριότητας έρχονταν έτοιμα προς φόρτωση στην σκάλα του Στρατωνίου. Σήμερα τα Μεταλλεία Κασσάνδρας, αφού πέρασαν διαδοχικά από την ιδιοκτησία των εταιρειών TVX Hellas Α.Ε. και Kinross Gold Corporation έχουν περιέλθει στα χέρια της Ελληνική Χρυσός Α.Ε., θυγατρική της καναδικής εταιρείας εξορύξεων European Goldfields.