Άγαλμα Αριστοτέλη

Θεματικές Ενότητες


Νέα/Ειδήσεις


Η ζωή του φιλοσόφου

Βάθρο ιδεολογικό, λοιπόν, της δημοκρατικής πολιτείας είναι η ελευθερία· αυτό δηλαδή συνηθίζουν να λέγουν, ότι μόνο στην πολιτεία αυτή μετέχουν ελευθερίας· γιατί σε αυτό αποσκοπεί, λέγουν, κάθε δημοκρατία. Ένα στοιχείο της ελευθερίας είναι το άρχεσθαι και άρχειν εκ περιτροπής, καθώς το δημοκρατικό δίκαιον επιβάλλει την κατ’ αριθμόν ισότητα και όχι την κατ’ αξίαν·
(Αριστοτέλης, Πολιτικά, βιβλίο ΣΤ’, 1317a-1317b. Μετάφραση: Περί της Πολιτικής, Επίλεκτα Κείμενα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος)

O Αριστοτέλης σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του υπήρξε η ενσάρκωση του ορθού μέτρου. Θεωρούσε ως υπέρτατο αγαθό την αρετή της μεσότητος, απαλλαγμένη από κάθε υπερβολή και έλλειψη, οι οποίες αποτελούν για τον ίδιο μέγιστες κακίες. Κατανοούσε την αξία που είχε η μέτρια απόλαυση των υλικών αγαθών, άποψη που είχε ανάγει σε στάση ζωής. Η πολυμερής φιλοσοφική και επιστημονική του δράση αποδεικνύουν ότι ήταν προικισμένος με ισχυρή βούληση και ικανότητα διάγνωσης των πραγματικών καταστάσεων.

Ηταν ένας βαθιά συναισθηματικός άνθρωπος, με έμφυτη ευγένεια.  Τον χαρακτήριζαν η τρυφερότητα της ψυχής του, η φιλική του αφοσίωση, η αγάπη και η ιδιαίτερη μέριμνα προς τα μέλη της οικογένειάς του και του φιλικού του περιβάλλοντος, όπως καταδεικνύει το κείμενο της διαθήκης του που διασώζεται από τον Διογένη τον Λαέρτιο. Απαλλαγμένος από κάθε αλαζονική συμπεριφορά, διακρινόταν για την φιλανθρωπία του και την βαθύτατη ανθρωπιστική και ευεργετική του διάθεση.`

Κείμενο: Αθηνά Μαραθιανού/αρχαιολόγος

ΚΑΤΑΓΩΓΗ

Τον 4ο π.Χ. αιώνα τα Στάγειρα ήταν μια μικρή πόλη της Χαλκιδικής, η οποία υπαγόταν στη δικαιοδοσία του βασιλιά της Μακεδονίας. Εκεί γεννήθηκε το 384 π.Χ. ο Αριστοτέλης, που έμελλε να γίνει ένας από τους πλέον σημαντικούς Ελληνες φιλοσόφους της αρχαιότητας. Σήμερα η περιοχή ονομάζεται Λιοτόπι και βρίσκεται μισό χιλιόμετρο νότια του χωριού Ολυμπιάδα. Ο Αριστοτέλης καταγόταν από σημαντική και πλούσια οικογένεια. Ο πατέρας του Νικόμαχος ανήκε στο γένος των Ασκληπιάδων και οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι ήταν προσωπικός γιατρός, φίλος και σύμβουλος του βασιλιά Αμύντα Β’, πατέρα του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας. Η μητέρα του, Φαιστίδα, καταγόταν από τη Χαλκίδα. Ο Αριστοτέλης πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Πέλλα, στη μακεδονική βασιλική Αυλή. Οι γονείς του πέθαναν όταν ήταν ακόμη παιδί και την ανατροφή του ανέλαβε ένας συγγενής και φίλος του πατέρα του, ο Πρόξενος. Αργότερα, ως ενήλικας, ο Αριστοτέλης υιοθέτησε ο ίδιος το γιο του Πρόξενου, Νικάνορα, και τον πάντρεψε με την Πυθιάδα, κόρη του από την πρώτη του γυναίκα, η οποία είχε το ίδιο όνομα.

ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Ο Αριστοτέλης σε ηλικία δεκαεπτά ετών (367 π.Χ.) αποφάσισε να αφήσει τη Μακεδονία και να δοκιμάσει την τύχη του στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε ως μέτοικος. Εγινε μέλος της Ακαδημίας του Πλάτωνα και αντί να γίνει γιατρός, όπως ο πατέρας του, προτίμησε να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Η Ακαδημία εκείνη την εποχή εξασφάλιζε την καλύτερη εκπαίδευση στην Ελλάδα και είναι σίγουρο ότι ο Πλάτωνας, και η πλατωνική φιλοσοφία, είχε καθοριστική επίδραση στη ζωή και στο έργο του. Οταν ο Αριστοτέλης έφτασε στην Αθήνα ο Πλάτωνας έλειπε στη Σικελία. Ο μεγάλος δάσκαλος επισκεπτόταν συχνά την αυλή του Διονύσιου του Νεότερου στη Σικελία, και προσπαθούσε να πείσει τον τύραννο να συμμεριστεί τις ιδέες του. Στην Ακαδημία έμεινε 20 ολόκληρα χρόνια (367-347 π.Χ.), ως το θάνατο του δασκάλου του, αλλά γι’ αυτό το διάστημα δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες.

Δεν έχουν διασωθεί πολλά στοιχεία για το ρόλο που διαδραμάτισε στην Ακαδημία ως φοιτητής και για τις σχέσεις του με το δάσκαλό του. Λέγεται, πάντως, πως δεν δεχόταν με ευκολία όλες τις θεωρίες του Πλάτωνα. Για ένα διάστημα σίγουρα είχε κερδίσει την εύνοιά του, αφού ο Πλάτωνας τον αποκαλούσε «αναγνώστη» και «νου της σχολής», αλλά αργότερα, όταν οι απόψεις τους διαφοροποιήθηκαν, εκδηλώθηκαν ανάμεσά τους σοβαρές διαφορές και πιθανόν να υπήρξε ένταση στις σχέσεις τους. Εκ των υστέρων, μάλιστα, κάποιοι –πιθανότατα φίλοι του ανιψιού του Πλάτωνα και διαδόχου του στη διεύθυνση της σχολής, του Σπεύσιππου- τον κατηγόρησαν για απρεπή συμπεριφορά απέναντι στον δάσκαλο. Τη δεύτερη δεκαετία της παραμονής του στην Αθήνα έγραψε μερικούς διαλόγους πλατωνικού ύφους και κάποια από τα σημαντικά έργα του που αφορούσαν τη λογική, τη θεωρία της γλώσσας και τη ρητορική. Επίσης, υπάρχουν κάποιες πληροφορίες ότι ίσως δίδαξε και ο ίδιος ρητορική. Στη σχολή ο Αριστοτέλης γνώρισε τον Εύδοξο τον Κνίδιο, τον Ηρακλείδη τον Πόντιο και τον Ξενοκράτη.

Η ΜΕΤΑ ΠΛΑΤΩΝΑ ΕΠΟΧΗ

Το 347 π.Χ. πεθαίνει ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης εγκαταλείπει την Ακαδημία και την Αθήνα. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι στην απόφασή του αυτή συνέβαλε το γεγονός ότι τη διεύθυνση της σχολής ανέλαβε ο ανιψιός του Πλάτωνα, Σπεύσιππος, με τις απόψεις του οποίου δεν συμφωνούσε ούτε ο ίδιος, αλλά ούτε ο Ξενοκράτης και ο Θεόφραστος. Ισως, όμως, η αποχώρησή του να είχε σχέση και με την πολιτική, αφού οι Αθηναίοι άρχισαν να αντιδρούν στην επεκτατική πολιτική των Μακεδόνων, και ήταν γνωστό ότι ο ίδιος είχε στενούς δεσμούς με την Αυλή του Φιλίππου Β’. Ετσι, μετά από πρόσκληση του Ερμία, πρώην δούλου και μαθητή της Ακαδημίας και νυν τυράννου των πόλεων Αταρνών και Ασσου, πήγε στην Ασσο της Τρωάδας, στη Μικρά Ασία.

Ο Ερμίας είχε δημιουργήσει γύρω του ένα μικρό κύκλο από οπαδούς του Πλάτωνα και το κλίμα ήταν ευνοϊκό για τον Αριστοτέλη. Παρέμεινε στην Ασσο τρία χρόνια και παντρεύτηκε την Πυθιάδα, ανιψιά και θετή κόρη του Ερμία. Μαζί της απέκτησε μία κόρη, στην οποία έδωσε το ίδιο όνομα. Αργότερα στην Αθήνα, μετά το θάνατο της γυναίκας του, απέκτησε κι έναν γιο, το Νικόμαχο, με την Ερπυλλίδα που καταγόταν από τα Στάγειρα και είχε μαζί της μόνιμο δεσμό. Οταν ο Ερμίας δολοφονήθηκε από τους Πέρσες για τα φιλομακεδονικά φρονήματά του, ο Αριστοτέλης έφυγε από τη Μικρά Ασία, και, μετά από προτροπή του Θεόφραστου, του πιο πιστού μαθητή και συνεργάτη του, εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη (345 π.Χ.), όπου παρέμεινε για δύο χρόνια.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Ο βασιλιάς Φίλιππος Β’ είχε ακούσει πολλά για τον Αριστοτέλη από τον Ερμία, και αναζητώντας δάσκαλο για το γιο του Αλέξανδρο, τον μετέπειτα Αλέξανδρο τον Μέγα, τον κάλεσε στην Πέλλα. Ετσι, το διάστημα 343-342 π.Χ., ο Αριστοτέλης βρέθηκε στη Μακεδονία, αρχικά στην Πέλλα και μετά στο ανάκτορο της αρχαίας πόλης Μιέζας, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη σημερινή Νάουσα. Εκεί ανέλαβε τη διαπαιδαγώγηση και την εκπαίδευση του Αλεξάνδρου, ο οποίος ήταν τότε δεκατριών ετών. Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για την περίοδο της εκπαίδευσης. Γνωρίζουμε, πάντως, ότι στο επίκεντρο της διδασκαλίας του βρίσκονταν ο Ομηρος και οι τραγικοί ποιητές. Αυτή την περίοδο ο φιλόσοφος αναθεώρησε για το μαθητή του το κείμενο της Ιλιάδας, συνέθεσε τα συγγράμματα Περί βασιλείας και Περί αποικιών και συνέλαβε την ιδέα των περίφημων Πολιτειών του. Οι σχέσεις σεβασμού μεταξύ των δύο αντρών συνεχίστηκαν και μετά την αποχώρηση του Αριστοτέλη.

Μετά το 340 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος ορίστηκε αντιβασιλέας, ο Αριστοτέλης εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του, τα Στάγειρα. Το 339 προς 338 π.Χ. πέθανε ο Σπεύσιππος και η Ακαδημία του Πλάτωνα έμεινε ακέφαλη. Ο Αριστοτέλης περιλαμβανόταν στους υποψήφιους για την ανάληψη της διεύθυνσης, αλλά έμεινε στη Μακεδονία και δεν πήγε στην Αθήνα να υποβάλει υποψηφιότητα. Ετσι, στη σχολή διευθυντής εκλέχθηκε  ο Ξενοκράτης. Το γεγονός αυτό ήταν και η κύρια αφορμή για την οριστική ρήξη των δεσμών του Αριστοτέλη με την Ακαδημία και την αποχώρησή του.

Η ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ο Αριστοτέλης έμεινε στη Μακεδονία ως το 335/334 π.Χ., λίγο μετά τη δολοφονία του Φιλίππου και την ανάληψη της βασιλείας από τον Αλέξανδρο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα και από αυτή τη χρονική στιγμή άρχισε η πιο γόνιμη περίοδος της ζωής του.
Στην περιοχή που βρισκόταν κοντά στο ναό ο οποίος ήταν αφιερωμένος στο Λύκειο Απόλλωνα και στις Μούσες, μεταξύ του λόφου του Λυκαβηττού και του ποταμού Ιλισού, μίσθωσε κτήματα (αφού σύμφωνα με τους Αθηναϊκούς νόμους ως ξένος δεν είχε το δικαίωμα να αποκτήσει δική του περιουσία) και ίδρυσε μια σχολή, το Λύκειο. Η σχολή αυτή ονομάστηκε «Περίπατος», διότι τα μέλη της συζητούσαν περπατώντας στους κήπους και οι οπαδοί του Αριστοτέλη ονομάστηκαν «Περιπατητικοί». Ο Αριστοτέλης έκανε κάθε πρωί περιπάτους με τους μαθητές του και συζητούσε σύνθετα φιλοσοφικά ζητήματα περί λογικής, φυσικής και μεταφυσικής, θέματα δηλαδή που ενδιέφεραν περιορισμένο αριθμό ατόμων. Το απόγευμα, ή το βράδυ, ανέπτυσσε πιο εύληπτα θέματα που είχαν σχέση με τη ρητορική, τη σοφιστική και την πολιτική, μπροστά σε ευρύτερο ακροατήριο.
Το Λύκειο διέφερε σημαντικά από την Ακαδημία του Πλάτωνα, αφού είχε χαρακτήρα περισσότερο επιστημονικό παρά φιλοσοφικό. Οι μαθητές ασχολούνταν κυρίως με εξειδικευμένες επιστημονικές έρευνες υπό την καθοδήγηση του δασκάλου τους. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, οι μαθητές του «διοικούσαν» τη σχολή επί δέκα μέρες ο καθένας και δειπνούσαν μαζί, ενώ μία φορά το μήνα οργανωνόταν κι ένα συμπόσιο.

Περισσότερα στοιχεία για το έργο που γινόταν στη σχολή, ωστόσο, δεν υπάρχουν. Ο Αριστοτέλης στο διάστημα των 13 ετών που διηύθυνε το Λύκειο (336/335-323/322 π.Χ.) έγραψε σημαντικά έργα με θέμα τη φιλοσοφία, την ηθική, τη βιολογία και την ψυχολογία. Παράλληλα, άρχισε την οργάνωση της έρευνάς του και την ταξινόμηση των επιστημών. Συγκέντρωσε, επίσης, εκατοντάδες χειρόγραφα και δημιούργησε έτσι την πρώτη μεγάλη οργανωμένη βιβλιοθήκη που αποτέλεσε πρότυπο για τις βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Στο εγχείρημά του αυτό λέγεται ότι τον βοήθησε οικονομικά ο παλιός του μαθητής, Αλέξανδρος. Μετά την αποχώρηση του Αριστοτέλη τη διεύθυνση της σχολής ανέλαβε ο Θεόφραστος, ο οποίος ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με τη φυσική και κυρίως με τη βοτανική. Αυτό το διάστημα η σχολή γνώρισε ακμή και ο αριθμός των μαθητών αυξήθηκε -λέγεται μάλιστα ότι έφτασε τα 2,000 άτομα.
Μετά το θάνατο του Θεόφραστου, το 287 π.Χ., τη διεύθυνση του Λυκείου ανέλαβαν ο Στράτων από τη Λάμψακο (287-269 π.Χ.), ο Λύκων (269-225 π.Χ.) και ο Κριτόλαος (225-143 π.Χ.). Στη συνέχεια η σχολή άρχισε να παρακμάζει και τελικά καταστράφηκε το 84 π.Χ.
ΥΣΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ - ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ., ενισχύθηκε στην Αθήνα το αντιμακεδονικό ρεύμα και οι διασυνδέσεις του Αριστοτέλη με τους Μακεδόνες κίνησαν τις υποψίες των Αθηναίων, οι οποίοι έπαψαν να τον βλέπουν φιλικά. Ισως στη γενικότερη δυσαρέσκεια προς το φιλόσοφο συνέβαλε και η διαμάχη με άλλες σχολές όπως του Ισοκράτη. Ο ιεροφάντης της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντας και ο Δημόφιλος από τη σχολή του Ισοκράτη κατηγόρησαν τον Αριστοτέλη για ασέβεια ("γραφή ασεβείας") επειδή είχε φτιάξει ανδριάντα στον Ερμία στους Δελφούς και είχε γράψει τον ύμνο στην Αρετή για να τον τιμήσει:
Αρετά πολύμοχθε γένει βροτείω
θήραμα κάλλιστον βίω
σας πέρι παρθένε μορφάς
και θανείν ζαλωτός εν Ελλάδι πότμος
και πόνους τλήναι μαλερούς ακάμαντας
Αλλά και για το κάτωθι επίγραμμα στον ανδριάντα:
Τόνδε ποτ' ουχ οσίως παραβάς μακάρων θεών θέμιν αγνήν
έκτεινε Περσών τοξοφόρων βασιλεύς,
ου φανερώς λόγχη φονίους εν αγώσι κρατήσας,
αλλ' ανδρός πίστει χρησάμενος.
Η δικαιολογία ήταν ότι είχε χρησιμοποιήσει έναν ύμνο που κατά παράδοση αφιέρωναν στον Απόλλωνα, για να εγκωμιάσει έναν κοινό θνητό, το φίλο του, Ερμία. Εγινε δίκη εναντίον του, αλλά για τη διεξαγωγή της ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν. Ο Αριστοτέλης, για να αποφύγει την καταδίκη του, αποσύρθηκε μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του την Ερπυλλίδα και με τα δύο του παιδιά, το Νικόμαχο και την Πυθιάδα, στη Χαλκίδα. Εκεί η οικογένεια της μητέρας του είχε ένα σπίτι και μακεδονική φρουρά φρόντιζε για την ασφάλειά του. Στη Χαλκίδα πέθανε το 322 π.Χ., σε ηλικία 63 ετών, από μια στομαχική ασθένεια που τον είχε ταλαιπωρήσει πολλά χρόνια. * Η ταφή του έγινε στην γενέτειρά του, τα Στάγειρα της Χαλκιδικής. Οι συμπολίτες του τον τίμησαν ως οικιστή της πόλης καθώς ο ίδιος φρόντισε για την ανοικοδόμησή της, ανήγειραν βωμό προς τιμήν του, ονόμασαν έναν από τους μήνες του έτους Αριστοτέλειο και καθιέρωσαν στην μνήμη του εορτή, τα Αριστοτέλειαν (Aristotelis opera omnia, 16, 288: Όθεν και οι Σταγειριται εορτην επιτελουσι τω Αριστοτέλει, Αριστοτέλειαν αυτήν προσαγορεύοντες, και τον μήνα δε, εν ω η εορτή επιτελείται, Σταγειρίτην προσαγορεύοντες).

Σύμφωνα με την βιογραφία του Αριστοτέλη που αποδίδεται στο νεοπλατωνικό φιλόσοφο Αμμώνιο, ο οποίος έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ., πληροφορούμαστε ότι οι Σταγειρίτες κάθε χρόνο πραγματοποιούσαν μια γιορτή αφιερωμένη στην μνήμη του, τα Αριστοτέλειαν. Στη βιβλιοθήκη της πόλης του Αγίου Μάρκου φυλάσσεται με τον αριθμό 257 ένα πολύτιμο χειρόγραφο που χρονολογείται περίπου στα 1300. Πρόκειται για την Vita Marciana, η οποία σύμφωνα με τους μελετητές αποτελεί μια παλιά βιογραφία του Αριστοτέλη που περιέχει πληροφορίες μοναδικές που δεν διασώζονται σε καμία άλλη πηγή. Μια τέτοια πληροφορία αναφέρει «(Αριστοτέλους) εν Χαλκίδι τελευτήσαντος (οι Σταγειρίται) μετεπέμψαντο το σώμα και βωμόν επέστησαν τω τάφω και Αριστοτέλειον τον τόπον εκάλεσαν και εκεί την βουλήν ήθροιζον».
Στην αναφορά αυτή διασώζεται η πληροφορία ότι στα αρχαία Στάγειρα, στον τόπο ταφής του Αριστοτέλη πάνω από τον βωμό που ήταν αφιερωμένος στην μνήμη του, συνεδρίαζε η βουλή της πόλης.

Την ίδια τάση για υμνολογία του Αριστοτέλη διαπιστώνουμε και σε μια άλλη, αραβικής προελεύσεως, βιογραφική πηγή για τον Αριστοτέλη. Πρόκειται για το «Βιβλίο εκλογών σοφίας και όμορφων αποφθεγμάτων», του Αλεξανδρινού γιατρού και λόγιου Al-Mubassir, που χρονολογείται στο β΄ μισό του 11ου αιώνα και στην οποία πιθανώς ανάγεται η Vita Marciana. Στο έργο του Al-Mubassir περιλαμβάνεται και μια ακόμη πληροφορία που χαρακτηρίζεται από εξαιρετικό ενδιαφέρον. Σε ελεύθερη απόδοση αναφέρει ότι: «Κάθε φορά που είχαν να σκεφτούν  πάνω σε σημαντικές υποθέσεις τους, κάθε φορά που ήθελαν να λύσουν δύσκολα προβλήματα που τους απασχολούσαν, καλούσαν σε αυτόν τον τόπο την συνέλευσή τους.

Στον ίδιο αυτόν τόπο πήγαιναν και όταν ήθελαν να βρουν την ψυχική τους γαλήνη και του πνεύματός τους την ηρεμία. Κάθε φορά που συναντούσαν μια δυσκολία αξεπέραστη στην περιοχή της μαθήσεως ή, γενικότερα, της φιλοσοφίας, πήγαιναν σ΄εκείνη την τοποθεσία. Μιλούσαν εκεί μεταξύ τους για το θέμα που τους απασχολούσε, ώσπου αυτό που τους φαινόταν ως τότε δυσκολοξεδιάλυτο και ασαφές γινόταν σαφές και ολοκάθαρο, και αποκτούσαν βεβαιότητα γι΄αυτό που ήταν ως τότε το αντικείμενο των συζητήσεών τους. Γιατί πίστευαν ότι ο ερχομός τους στον τόπο όπου ήταν θαμμένα τα λείψανα του Αριστοτέλη τους καθάριζε το νου, τους έκανε οξύτερη την κρίση και τους βοηθούσε να καταλαβαίνουν με μεγαλύτερη ευκολία». Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε με ασφάλεια ότι οι πηγές αυτές αποδίδουν την ιστορική πραγματικότητα με απόλυτη ακρίβεια. Το μόνο βέβαιο είναι ότι αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τον βαθύ σεβασμό με τον οποίον περιβλήθηκε από πολύ νωρίς το πρόσωπο και το έργο του μεγάλου φιλοσόφου της αρχαιότητας.

Αναφορά στην γιορτή της μνήμης του μεγάλου φιλοσόφου διασώζεται και στο περιηγητικό βιβλίο που κυριαρχεί τον 14ο αιώνα, «Τα ταξίδια του Μάντεβιλ», συγγραφέας του οποίου ήταν ο Άγγλος John Mandeville. Το έργο αυτό αποτελεί ένα αριστουργηματικό πεζογράφημα που συνδυάζει το μυθικό και το ρεαλιστικό στοιχείο. Ο περιηγητής John Mandeville αναφέρει ότι στα μέσα του 14ου αιώνα επισκέφτηκε τα Στάγειρα, γενέτειρα του Αριστοτέλη, και διαπίστωσε ότι κάθε χρόνο γύρω από τον βωμό που είχε ανεγερθεί πάνω από τον τάφο του γινόταν μια πανηγυρική γιορτή, στην οποία τιμόταν ο Αριστοτέλης σαν να ήταν «άγιος». Και προσθέτει ότι εκεί γινόταν και οι συνελεύσεις των κατοίκων, οι οποίοι επικαλούνταν την συνδρομή του θεού και του Αριστοτέλη για να λάβουν σωστές αποφάσεις. Η πληροφορία αυτή του Mandeville δεν έχει εξακριβωθεί και χρήζει περαιτέρω εξέτασης. Οι ερευνητές θεωρούν ότι ο Mandeville έχει συνδυάσει στο βιβλίο του με εξαιρετική δεξιοτεχνία γεγονότα του 14ου αιώνα με την παράδοση της κλασικής αρχαιότητας.
Δεν γνωρίζουμε, λοιπόν, αν πρόκειται για επιβεβαίωση της επιβίωσης μιας αρχαίας ελληνικής γιορτής κατά τον 14ο αιώνα ή για πληροφορίες που συνέλεξε ο Mandeville και τις διάνθισε με φανταστικά στοιχεία. Πάντως, οι γνώμες των μελετητών συγκλίνουν στο ότι ο Mandeville, επηρεασμένος από το ελληνολατρικό κίνημα του 14ου αιώνα στην Ευρώπη και την στροφή προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ενσωμάτωσε μια πρακτική του 4ου αιώνα π.Χ., όπως την ανάγνωσε στα κείμενα αρχαίων συγγραφέων, στην σύγχρονή του πραγματικότητα. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει πάντως το γεγονός ότι στον 14ο αιώνα, 1800 περίπου χρόνια μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη, επιβιώνει έστω και στην μνήμη των ανθρώπων μια αρχαία ελληνική πρακτική απόδοσης τιμών σε  θνητό σοφό άνδρα.

* Κείμενα της αρχαιολόγου Αθηνάς Μαραθιανού.

ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΑΙ Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Λέγεται ότι ο Αριστοτέλης ήταν φαλακρός, με αδύνατα πόδια, μικρά μάτια, ότι τραύλιζε και ότι φρόντιζε ιδιαίτερα το ντύσιμό του. Επίσης, ότι μπορούσε να γίνει φοβερά είρωνας και πως ήταν ετοιμόλογος. Οι εχθροί του τον παρουσίαζαν θηλυπρεπή και μαλθακό και υποστήριζαν ότι, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, δεν είχε καλό χαρακτήρα. Ελεγαν ότι ήταν ακόλαστος, άφρονας, αγροίκος, φιλάργυρος, αχάριστος και κόλακας. Διέδιδαν, μάλιστα, ότι συμμετείχε και στην δολοφονία με δηλητήριο του Αλεξάνδρου. Ωστόσο, αυτοί οι χαρακτηρισμοί –που οι μελετητές έχουν ανατρέψει μέσα από έγκυρες πληροφορίες που υπάρχουν για τον βιο του καθώς και από τα όσα ο ίδιος αναφέρει– προέρχονταν κατά πάσα πιθανότητα από τα μέλη των σχολών του Σπεύσιππου και του Ισοκράτη, από τον Επίκουρο για λόγους αντιζηλίας, από τους οπαδούς της αντιμακεδονικής παράταξης που ήθελαν να τον διώξουν από την πόλη και από τους Μεγαρικούς, τους οπαδούς της Μεγαρικής σχολής του Ευκλείδη, με τους οποίους ήταν σε οξύτατη διαμάχη. Εξάλλου, υπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες για τα φρονήματα και τον ευγενικό χαρακτήρα του φιλοσόφου: Οι εκφράσεις στα Ηθικά Νικομήδεια, ο ύμνος στον Ερμία, ο ενεπίγραφος ανδριάντας του στους Δελφούς, η ελεγεία προς τιμήν του Ευδήμου και η σχέση του με τον Αντίπατρο, είναι μερικές από αυτές.

Αλλά και η διαθήκη του είναι μια επιπλέον απόδειξη για το ποιόν του Αριστοτέλη. Αποδεικνύεται πολύτιμη πηγή πληροφοριών για το χαρακτήρα του και γενικά τις σχέσεις του με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, συγγενείς, φίλους, ελεύθερους και δούλους. Από το κείμενό της συνάγεται πως ήταν άνθρωπος ο οποίος είχε αισθανθεί έντονα τη μοναξιά της ζωής και ένιωθε ευγνωμοσύνη για όσους ανθρώπους συνετέλεσαν ώστε να απαλυνθεί, ή και να εξαλειφθεί, το αίσθημα αυτό. Στη διαθήκη του ζητούσε να τον θάψουν δίπλα στην πρώτη του γυναίκα του Πυθιάδα, που είχε ήδη πεθάνει.

Για την Ερπυλλίδα, που είχε φροντίσει τον ίδιο, την οικογένειά του και το σπιτικό τους, φρόντισε να την αφήσουν να διαλέξει το καλύτερο από τα κτήματα του στη Χαλκίδα ή στα Στάγειρα και την παρότρυνε να ξαναφτιάξει τη ζωή της, εαν η ίδια ήθελε. Οριζε την κόρη του να πάρει για γυναίκα του ο Νικάνωρ, ο γιος του Πρόξενου, του κηδεμόνα του. Επιθυμούσε δε, να προστατευθούν και να αποκατασταθούν οικονομικά και κοινωνικά οι δούλοι που τον υπηρετούσαν. Τις δούλες συγκεκριμένα, προνόησε να προικιστούν και εξέφραζε την επιθυμία του να τις παντρέψουν με πρόσωπα γενικής αποδοχής. Για τα παιδιά των δούλων του ζήτησε «μη πωλείν όταν εν ηλικία γένωνται, ελεύθερους αφείναι κατ’ αξίαν», και μάλιστα φρόντισε για την άμεση απελευθέρωση κάποιων.