Η διάσωση του έργου του Αριστοτέλη
Σχεδόν όλα τα έργα του Αριστοτέλη χρονολογούνται στην περίοδο που διηύθυνε το Λύκειο και είναι άμεσα συνδεδεμένα με τη διδασκαλία του. Μολονότι είχαν μια πρόχειρη μορφή και κάποιοι υποστήριξαν ότι ήταν σημειώσεις είτε του ίδιου είτε των μαθητών του, είναι άρτια δομημένα και έχουν λογοτεχνικό χαρακτήρα. Ορισμένοι συσχετίζουν τα έργα που έχουν σωθεί με την περίοδο 335-323 π.Χ., κατά την οποία ο Αριστοτέλης διέμεινε στην Αθήνα και την άποψή τους αυτή τη στηρίζουν, μεταξύ άλλων, στις χρονολογίες που αναφέρονται στα ίδια τα συγγράμματα.
Ο Αριστοτέλης έγραψε αρχικά διαλόγους, πιθανότατα όταν ήταν μέλος της Ακαδημίας, αλλά στην πορεία άρχισε να απομακρύνεται από τις πλατωνικές θεωρίες. Κατά την παραμονή του στην Ασσο, τη Μυτιλήνη και τη Μακεδονία έγραψε το Οργανον, τα Φυσικά, το Περί Ουρανού, το Περί γενέσεως και φθοράς, το τρίτο βιβλίο του Περί ψυχής, τα Ηθικά Ευδήμεια και τα παλαιότερα μέρη από τα Μετά τα φυσικά, τα Πολιτικά και τα Περί τα ζώα ιστορίαι. Κατά τη δεύτερη διαμονή του στην Αθήνα έγραψε τα υπόλοιπα έργα του, τα Μετεωρολογικά, τα συγγράμματα βιολογίας και ψυχολογίας, τις Πολιτείες, τα Ηθικά Νικομάχεια, την Ποιητική, τη Ρητορική και άλλα ιστορικά κείμενα από τα οποία γνωρίζουμε μόνο τους τίτλους τους.
ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
Τα συγγράμματα του Αριστοτέλη χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Η πρώτη είναι οι εξωτερικοί λόγοι, που απευθύνονταν σε ευρύ κοινό, γι’ αυτό και δεν είχαν πολλές λεπτομέρειες ούτε επιστημονική ορολογία. Είναι έργα λογοτεχνικού χαρακτήρα, έχουν τη μορφή διαλόγου, ανάγονται στην πρώτη περίοδο της ζωής του φιλοσόφου και μαρτυρούν επιρροή από το δάσκαλό του.
Δεύτερη κατηγορία οι ακροαματικοί λόγοι, ή πραγματείες. Πρόκειται για ακροάσεις, δηλαδή παραδόσεις, τις οποίες χρησιμοποιούσε ο φιλόσοφος στα μαθήματά του και συχνά αποτελούσαν τη βάση για προφορική ανάπτυξη ορισμένων θεμάτων. Αντίγραφα αυτών των λόγων μπορούσαν να έχουν οι ακροατές που κρατούσαν και σημειώσεις τις οποίες διένειμαν στο αναγνωστικό κοινό. Μας είναι γνωστοί από αποσπάσματα που μνημονεύουν αρχαίοι συγγραφείς και από τρεις καταλόγους που έχουν σωθεί.
Ο παλαιότερος από αυτούς χρονολογείται στον 3ο αιώνα π.Χ., βρίσκεται στο Ε΄ βιβλίο του έργου Βίοι Φιλοσόφων του Διογένη του Λαέρτιου και περιλαμβάνει 146 τίτλους από το λεγόμενο Corpus Aristotelicum, το σύνολο των σωζόμενων έργων του Αριστοτέλη. Τα συγγράμματα, όμως, τα οποία έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας αποτελούν μόνο ένα μικρό μέρος όσων απαριθμούνται στους διάφορους καταλόγους. Από εκείνα, μάλιστα, που έγραψε ο Αριστοτέλης όταν φοιτούσε στην Ακαδημία και προορίζονταν για το ευρύ κοινό δεν έχει σωθεί τίποτε. Αυτά που έχουν φτάσει ως εμάς ανάγονται στη δεύτερη παραμονή του στην Αθήνα, όταν διηύθυνε το Λύκειο.
Στους τρεις αρχαίους καταλόγους έχουν διασωθεί πάνω από 200 τίτλοι έργων που άλλοτε αποδίδονταν στον μεγάλο φιλόσοφο. Από τα κείμενα που έχουμε στη διάθεσή μας κάποια τα έχουν επεξεργαστεί και συμπληρώσει μεταγενέστεροι.
Οταν πέθανε ο Αριστοτέλης ορισμένα συγγράμματα είχαν μια περισσότερο ή λιγότερο ολοκληρωμένη μορφή, ενώ άλλα είχαν κατατμηθεί σε επιμέρους τμήματα. Τα χειρόγραφά του έμειναν μετά το θάνατό του στην κατοχή του Θεόφραστου και έπειτα από το θάνατο εκείνου η βιβλιοθήκη του κατέληξε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο στη μικρή πόλη της Τρωάδας, Σκήψη. Εκεί ανακάλυψε τα μισοκατεστραμμένα χειρόγραφα ο Απελλικών από την Ιωνία.
Η βιβλιοθήκη στη συνέχεια μεταφέρθηκε από τον Σύλλα στη Ρώμη και τα έργα του Αριστοτέλη εκδόθηκαν για πρώτη φορά στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. από τον Ανδρόνικο τον Ρόδιο, ενδέκατο διευθυντή της σχολής και τον Τυραννίωνα από τη Μικρά Ασία. Με το έργο του Αριστοτέλη ασχολήθηκαν πολυάριθμοι σχολιαστές κατά την αρχαιότητα και το Μεσαίωνα, ορισμένοι από τους οποίους διαστρέβλωσαν τη σκέψη του και πρόσθεσαν δικά τους σχόλια. Οι πρώτοι σχολιαστές ασχολήθηκαν με το να αναδείξουν την αντίθεση ανάμεσα στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ενώ αργότερα με τον Πορφύριο έγινε προσπάθεια να εναρμονιστούν οι δύο φιλόσοφοι. Οι σημαντικότεροι σχολιαστές είναι ο Αλέξανδρος ο Αφροδισεύς, ο Αμμώνιος, ο Θεμίστιος, ο Φιλόπονος, ο Σιμπλίκιος, ο Βοέτιος και κυρίως ο Θωμάς ο Ακινάτης. Η πρώτη σύγχρονη έκδοση των έργων του Αριστοτέλη είναι της Ακαδημίας του Βερολίνου σε πέντε τόμους, από τον Bekker (1831-1870).