Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility Η Ζωή του Αριστοτέλη - Δήμος Αριστοτέλη
logo

Η Ζωή του Αριστοτέλη

Βάθρο ιδεολογικό, λοιπόν, της δημοκρατικής πολιτείας είναι η ελευθερία· αυτό δηλαδή συνηθίζουν να λέγουν, ότι μόνο στην πολιτεία αυτή μετέχουν ελευθερίας· γιατί σε αυτό αποσκοπεί, λέγουν, κάθε δημοκρατία. Ένα στοιχείο της ελευθερίας είναι το άρχεσθαι και άρχειν εκ περιτροπής, καθώς το δημοκρατικό δίκαιον επιβάλλει την κατ’ αριθμόν ισότητα και όχι την κατ’ αξίαν·
(Αριστοτέλης, Πολιτικά, βιβλίο ΣΤ’, 1317a-1317b. Μετάφραση: Περί της Πολιτικής, Επίλεκτα Κείμενα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος)

O Αριστοτέλης σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του υπήρξε η ενσάρκωση του ορθού μέτρου. Θεωρούσε ως υπέρτατο αγαθό την αρετή της μεσότητος, απαλλαγμένη από κάθε υπερβολή και έλλειψη, οι οποίες αποτελούν για τον ίδιο μέγιστες κακίες. Κατανοούσε την αξία που είχε η μέτρια απόλαυση των υλικών αγαθών, άποψη που είχε ανάγει σε στάση ζωής. Η πολυμερής φιλοσοφική και επιστημονική του δράση αποδεικνύουν ότι ήταν προικισμένος με ισχυρή βούληση και ικανότητα διάγνωσης των πραγματικών καταστάσεων.

Ηταν ένας βαθιά συναισθηματικός άνθρωπος, με έμφυτη ευγένεια.  Τον χαρακτήριζαν η τρυφερότητα της ψυχής του, η φιλική του αφοσίωση, η αγάπη και η ιδιαίτερη μέριμνα προς τα μέλη της οικογένειάς του και του φιλικού του περιβάλλοντος, όπως καταδεικνύει το κείμενο της διαθήκης του που διασώζεται από τον Διογένη τον Λαέρτιο. Απαλλαγμένος από κάθε αλαζονική συμπεριφορά, διακρινόταν για την φιλανθρωπία του και την βαθύτατη ανθρωπιστική και ευεργετική του διάθεση.`

Κείμενο: Αθηνά Μαραθιανού/αρχαιολόγος

Τον 4ο π.Χ. αιώνα τα Στάγειρα ήταν μια μικρή πόλη της Χαλκιδικής, η οποία υπαγόταν στη δικαιοδοσία του βασιλιά της Μακεδονίας. Εκεί γεννήθηκε το 384 π.Χ. ο Αριστοτέλης, που έμελλε να γίνει ένας από τους πλέον σημαντικούς Ελληνες φιλοσόφους της αρχαιότητας. Σήμερα η περιοχή ονομάζεται Λιοτόπι και βρίσκεται μισό χιλιόμετρο νότια του χωριού Ολυμπιάδα. Ο Αριστοτέλης καταγόταν από σημαντική και πλούσια οικογένεια. Ο πατέρας του Νικόμαχος ανήκε στο γένος των Ασκληπιάδων και οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι ήταν προσωπικός γιατρός, φίλος και σύμβουλος του βασιλιά Αμύντα Β’, πατέρα του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας. Η μητέρα του, Φαιστίδα, καταγόταν από τη Χαλκίδα. Ο Αριστοτέλης πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Πέλλα, στη μακεδονική βασιλική Αυλή. Οι γονείς του πέθαναν όταν ήταν ακόμη παιδί και την ανατροφή του ανέλαβε ένας συγγενής και φίλος του πατέρα του, ο Πρόξενος. Αργότερα, ως ενήλικας, ο Αριστοτέλης υιοθέτησε ο ίδιος το γιο του Πρόξενου, Νικάνορα, και τον πάντρεψε με την Πυθιάδα, κόρη του από την πρώτη του γυναίκα, η οποία είχε το ίδιο όνομα.

Ο Αριστοτέλης σε ηλικία δεκαεπτά ετών (367 π.Χ.) αποφάσισε να αφήσει τη Μακεδονία και να δοκιμάσει την τύχη του στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε ως μέτοικος. Εγινε μέλος της Ακαδημίας του Πλάτωνα και αντί να γίνει γιατρός, όπως ο πατέρας του, προτίμησε να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Η Ακαδημία εκείνη την εποχή εξασφάλιζε την καλύτερη εκπαίδευση στην Ελλάδα και είναι σίγουρο ότι ο Πλάτωνας, και η πλατωνική φιλοσοφία, είχε καθοριστική επίδραση στη ζωή και στο έργο του. Οταν ο Αριστοτέλης έφτασε στην Αθήνα ο Πλάτωνας έλειπε στη Σικελία. Ο μεγάλος δάσκαλος επισκεπτόταν συχνά την αυλή του Διονύσιου του Νεότερου στη Σικελία, και προσπαθούσε να πείσει τον τύραννο να συμμεριστεί τις ιδέες του. Στην Ακαδημία έμεινε 20 ολόκληρα χρόνια (367-347 π.Χ.), ως το θάνατο του δασκάλου του, αλλά γι’ αυτό το διάστημα δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες.Δεν έχουν διασωθεί πολλά στοιχεία για το ρόλο που διαδραμάτισε στην Ακαδημία ως φοιτητής και για τις σχέσεις του με το δάσκαλό του. Λέγεται, πάντως, πως δεν δεχόταν με ευκολία όλες τις θεωρίες του Πλάτωνα. Για ένα διάστημα σίγουρα είχε κερδίσει την εύνοιά του, αφού ο Πλάτωνας τον αποκαλούσε «αναγνώστη» και «νου της σχολής», αλλά αργότερα, όταν οι απόψεις τους διαφοροποιήθηκαν, εκδηλώθηκαν ανάμεσά τους σοβαρές διαφορές και πιθανόν να υπήρξε ένταση στις σχέσεις τους. Εκ των υστέρων, μάλιστα, κάποιοι –πιθανότατα φίλοι του ανιψιού του Πλάτωνα και διαδόχου του στη διεύθυνση της σχολής, του Σπεύσιππου- τον κατηγόρησαν για απρεπή συμπεριφορά απέναντι στον δάσκαλο. Τη δεύτερη δεκαετία της παραμονής του στην Αθήνα έγραψε μερικούς διαλόγους πλατωνικού ύφους και κάποια από τα σημαντικά έργα του που αφορούσαν τη λογική, τη θεωρία της γλώσσας και τη ρητορική. Επίσης, υπάρχουν κάποιες πληροφορίες ότι ίσως δίδαξε και ο ίδιος ρητορική. Στη σχολή ο Αριστοτέλης γνώρισε τον Εύδοξο τον Κνίδιο, τον Ηρακλείδη τον Πόντιο και τον Ξενοκράτη.

Το 347 π.Χ. πεθαίνει ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης εγκαταλείπει την Ακαδημία και την Αθήνα. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι στην απόφασή του αυτή συνέβαλε το γεγονός ότι τη διεύθυνση της σχολής ανέλαβε ο ανιψιός του Πλάτωνα, Σπεύσιππος, με τις απόψεις του οποίου δεν συμφωνούσε ούτε ο ίδιος, αλλά ούτε ο Ξενοκράτης και ο Θεόφραστος. Ισως, όμως, η αποχώρησή του να είχε σχέση και με την πολιτική, αφού οι Αθηναίοι άρχισαν να αντιδρούν στην επεκτατική πολιτική των Μακεδόνων, και ήταν γνωστό ότι ο ίδιος είχε στενούς δεσμούς με την Αυλή του Φιλίππου Β’. Ετσι, μετά από πρόσκληση του Ερμία, πρώην δούλου και μαθητή της Ακαδημίας και νυν τυράννου των πόλεων Αταρνών και Ασσου, πήγε στην Ασσο της Τρωάδας, στη Μικρά Ασία.Ο Ερμίας είχε δημιουργήσει γύρω του ένα μικρό κύκλο από οπαδούς του Πλάτωνα και το κλίμα ήταν ευνοϊκό για τον Αριστοτέλη. Παρέμεινε στην Ασσο τρία χρόνια και παντρεύτηκε την Πυθιάδα, ανιψιά και θετή κόρη του Ερμία. Μαζί της απέκτησε μία κόρη, στην οποία έδωσε το ίδιο όνομα. Αργότερα στην Αθήνα, μετά το θάνατο της γυναίκας του, απέκτησε κι έναν γιο, το Νικόμαχο, με την Ερπυλλίδα που καταγόταν από τα Στάγειρα και είχε μαζί της μόνιμο δεσμό. Οταν ο Ερμίας δολοφονήθηκε από τους Πέρσες για τα φιλομακεδονικά φρονήματά του, ο Αριστοτέλης έφυγε από τη Μικρά Ασία, και, μετά από προτροπή του Θεόφραστου, του πιο πιστού μαθητή και συνεργάτη του, εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη (345 π.Χ.), όπου παρέμεινε για δύο χρόνια.

Ο βασιλιάς Φίλιππος Β’ είχε ακούσει πολλά για τον Αριστοτέλη από τον Ερμία, και αναζητώντας δάσκαλο για το γιο του Αλέξανδρο, τον μετέπειτα Αλέξανδρο τον Μέγα, τον κάλεσε στην Πέλλα. Ετσι, το διάστημα 343-342 π.Χ., ο Αριστοτέλης βρέθηκε στη Μακεδονία, αρχικά στην Πέλλα και μετά στο ανάκτορο της αρχαίας πόλης Μιέζας, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη σημερινή Νάουσα. Εκεί ανέλαβε τη διαπαιδαγώγηση και την εκπαίδευση του Αλεξάνδρου, ο οποίος ήταν τότε δεκατριών ετών. Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για την περίοδο της εκπαίδευσης. Γνωρίζουμε, πάντως, ότι στο επίκεντρο της διδασκαλίας του βρίσκονταν ο Ομηρος και οι τραγικοί ποιητές. Αυτή την περίοδο ο φιλόσοφος αναθεώρησε για το μαθητή του το κείμενο της Ιλιάδας, συνέθεσε τα συγγράμματα Περί βασιλείας και Περί αποικιών και συνέλαβε την ιδέα των περίφημων Πολιτειών του. Οι σχέσεις σεβασμού μεταξύ των δύο αντρών συνεχίστηκαν και μετά την αποχώρηση του Αριστοτέλη.Μετά το 340 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος ορίστηκε αντιβασιλέας, ο Αριστοτέλης εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του, τα Στάγειρα. Το 339 προς 338 π.Χ. πέθανε ο Σπεύσιππος και η Ακαδημία του Πλάτωνα έμεινε ακέφαλη. Ο Αριστοτέλης περιλαμβανόταν στους υποψήφιους για την ανάληψη της διεύθυνσης, αλλά έμεινε στη Μακεδονία και δεν πήγε στην Αθήνα να υποβάλει υποψηφιότητα. Ετσι, στη σχολή διευθυντής εκλέχθηκε ο Ξενοκράτης. Το γεγονός αυτό ήταν και η κύρια αφορμή για την οριστική ρήξη των δεσμών του Αριστοτέλη με την Ακαδημία και την αποχώρησή του.

Ο Αριστοτέλης έμεινε στη Μακεδονία ως το 335/334 π.Χ., λίγο μετά τη δολοφονία του Φιλίππου και την ανάληψη της βασιλείας από τον Αλέξανδρο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα και από αυτή τη χρονική στιγμή άρχισε η πιο γόνιμη περίοδος της ζωής του.
Στην περιοχή που βρισκόταν κοντά στο ναό ο οποίος ήταν αφιερωμένος στο Λύκειο Απόλλωνα και στις Μούσες, μεταξύ του λόφου του Λυκαβηττού και του ποταμού Ιλισού, μίσθωσε κτήματα (αφού σύμφωνα με τους Αθηναϊκούς νόμους ως ξένος δεν είχε το δικαίωμα να αποκτήσει δική του περιουσία) και ίδρυσε μια σχολή, το Λύκειο. Η σχολή αυτή ονομάστηκε «Περίπατος», διότι τα μέλη της συζητούσαν περπατώντας στους κήπους και οι οπαδοί του Αριστοτέλη ονομάστηκαν «Περιπατητικοί». Ο Αριστοτέλης έκανε κάθε πρωί περιπάτους με τους μαθητές του και συζητούσε σύνθετα φιλοσοφικά ζητήματα περί λογικής, φυσικής και μεταφυσικής, θέματα δηλαδή που ενδιέφεραν περιορισμένο αριθμό ατόμων. Το απόγευμα, ή το βράδυ, ανέπτυσσε πιο εύληπτα θέματα που είχαν σχέση με τη ρητορική, τη σοφιστική και την πολιτική, μπροστά σε ευρύτερο ακροατήριο.
Το Λύκειο διέφερε σημαντικά από την Ακαδημία του Πλάτωνα, αφού είχε χαρακτήρα περισσότερο επιστημονικό παρά φιλοσοφικό. Οι μαθητές ασχολούνταν κυρίως με εξειδικευμένες επιστημονικές έρευνες υπό την καθοδήγηση του δασκάλου τους. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, οι μαθητές του «διοικούσαν» τη σχολή επί δέκα μέρες ο καθένας και δειπνούσαν μαζί, ενώ μία φορά το μήνα οργανωνόταν κι ένα συμπόσιο.Περισσότερα στοιχεία για το έργο που γινόταν στη σχολή, ωστόσο, δεν υπάρχουν. Ο Αριστοτέλης στο διάστημα των 13 ετών που διηύθυνε το Λύκειο (336/335-323/322 π.Χ.) έγραψε σημαντικά έργα με θέμα τη φιλοσοφία, την ηθική, τη βιολογία και την ψυχολογία. Παράλληλα, άρχισε την οργάνωση της έρευνάς του και την ταξινόμηση των επιστημών. Συγκέντρωσε, επίσης, εκατοντάδες χειρόγραφα και δημιούργησε έτσι την πρώτη μεγάλη οργανωμένη βιβλιοθήκη που αποτέλεσε πρότυπο για τις βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Στο εγχείρημά του αυτό λέγεται ότι τον βοήθησε οικονομικά ο παλιός του μαθητής, Αλέξανδρος. Μετά την αποχώρηση του Αριστοτέλη τη διεύθυνση της σχολής ανέλαβε ο Θεόφραστος, ο οποίος ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με τη φυσική και κυρίως με τη βοτανική. Αυτό το διάστημα η σχολή γνώρισε ακμή και ο αριθμός των μαθητών αυξήθηκε -λέγεται μάλιστα ότι έφτασε τα 2,000 άτομα.
Μετά το θάνατο του Θεόφραστου, το 287 π.Χ., τη διεύθυνση του Λυκείου ανέλαβαν ο Στράτων από τη Λάμψακο (287-269 π.Χ.), ο Λύκων (269-225 π.Χ.) και ο Κριτόλαος (225-143 π.Χ.). Στη συνέχεια η σχολή άρχισε να παρακμάζει και τελικά καταστράφηκε το 84 π.Χ.

Λέγεται ότι ο Αριστοτέλης ήταν φαλακρός, με αδύνατα πόδια, μικρά μάτια, ότι τραύλιζε και ότι φρόντιζε ιδιαίτερα το ντύσιμό του. Επίσης, ότι μπορούσε να γίνει φοβερά είρωνας και πως ήταν ετοιμόλογος. Οι εχθροί του τον παρουσίαζαν θηλυπρεπή και μαλθακό και υποστήριζαν ότι, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, δεν είχε καλό χαρακτήρα. Ελεγαν ότι ήταν ακόλαστος, άφρονας, αγροίκος, φιλάργυρος, αχάριστος και κόλακας. Διέδιδαν, μάλιστα, ότι συμμετείχε και στην δολοφονία με δηλητήριο του Αλεξάνδρου. Ωστόσο, αυτοί οι χαρακτηρισμοί –που οι μελετητές έχουν ανατρέψει μέσα από έγκυρες πληροφορίες που υπάρχουν για τον βιο του καθώς και από τα όσα ο ίδιος αναφέρει– προέρχονταν κατά πάσα πιθανότητα από τα μέλη των σχολών του Σπεύσιππου και του Ισοκράτη, από τον Επίκουρο για λόγους αντιζηλίας, από τους οπαδούς της αντιμακεδονικής παράταξης που ήθελαν να τον διώξουν από την πόλη και από τους Μεγαρικούς, τους οπαδούς της Μεγαρικής σχολής του Ευκλείδη, με τους οποίους ήταν σε οξύτατη διαμάχη. Εξάλλου, υπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες για τα φρονήματα και τον ευγενικό χαρακτήρα του φιλοσόφου: Οι εκφράσεις στα Ηθικά Νικομήδεια, ο ύμνος στον Ερμία, ο ενεπίγραφος ανδριάντας του στους Δελφούς, η ελεγεία προς τιμήν του Ευδήμου και η σχέση του με τον Αντίπατρο, είναι μερικές από αυτές.Αλλά και η διαθήκη του είναι μια επιπλέον απόδειξη για το ποιόν του Αριστοτέλη. Αποδεικνύεται πολύτιμη πηγή πληροφοριών για το χαρακτήρα του και γενικά τις σχέσεις του με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, συγγενείς, φίλους, ελεύθερους και δούλους. Από το κείμενό της συνάγεται πως ήταν άνθρωπος ο οποίος είχε αισθανθεί έντονα τη μοναξιά της ζωής και ένιωθε ευγνωμοσύνη για όσους ανθρώπους συνετέλεσαν ώστε να απαλυνθεί, ή και να εξαλειφθεί, το αίσθημα αυτό. Στη διαθήκη του ζητούσε να τον θάψουν δίπλα στην πρώτη του γυναίκα του Πυθιάδα, που είχε ήδη πεθάνει.

Για την Ερπυλλίδα, που είχε φροντίσει τον ίδιο, την οικογένειά του και το σπιτικό τους, φρόντισε να την αφήσουν να διαλέξει το καλύτερο από τα κτήματα του στη Χαλκίδα ή στα Στάγειρα και την παρότρυνε να ξαναφτιάξει τη ζωή της, εαν η ίδια ήθελε. Οριζε την κόρη του να πάρει για γυναίκα του ο Νικάνωρ, ο γιος του Πρόξενου, του κηδεμόνα του. Επιθυμούσε δε, να προστατευθούν και να αποκατασταθούν οικονομικά και κοινωνικά οι δούλοι που τον υπηρετούσαν. Τις δούλες συγκεκριμένα, προνόησε να προικιστούν και εξέφραζε την επιθυμία του να τις παντρέψουν με πρόσωπα γενικής αποδοχής. Για τα παιδιά των δούλων του ζήτησε «μη πωλείν όταν εν ηλικία γένωνται, ελεύθερους αφείναι κατ’ αξίαν», και μάλιστα φρόντισε για την άμεση απελευθέρωση κάποιων.